μαρμάγκα

μαρμάγκα
η зоол, фаланга;

§ θα σε φάει η μαρμάγκα — тебе не миновать гибели! (угроза)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μαρμάγκα" в других словарях:

  • μαρμάγκα — η 1. κοινή ονομασία δηλητηριωδών αραχνών και γενικά τών αραχνών με μακριά και λεπτά πόδια, αλλ. μαύρο ή χοντρό σφαλάγγι 2. φρ. α) «θα σέ φάει η μαρμάγκα» λέγεται ως απειλή β) «τό φάγε η μαρμάγκα» εξαφανίστηκε, καταστράφηκε, χάθηκε …   Dictionary of Greek

  • μαρμάγκα — η (ζωολ.) 1. είδος δηλητηριώδους αράχνης. 2. φρ., «Τον έφαγε η μαρμάγκα», μπήκε στο περιθώριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»